- δευτάτιος
- δευτάτιος, -ία, -ον (Α)βλ. δεύτατος.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
δευτατίου — δευτάτιος masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δευτατίῃ — δευτάτιος fem dat sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δεύτατος — δεύτατος, η, ον και δευτάτιος, α και η, ον (Α) τελευταίος, έσχατος («δεύτατος ἦλθεν... Ἀγαμέμνων»). [ΕΤΥΜΟΛ. Παράλληλος τ. τού δεύτερος με επίθημα δηλωτικό τού υπερθετικού βαθμού] … Dictionary of Greek